Ορολογία:

Νουκλεϊκά οξέα (DNA και RNA): Μακρομόρια που αποτελούνται από νουκλεοτίδια

 

Νουκλεοτίδιο: Η βασική μονάδα των νουκλεϊκών οξέων. Αποτελείται από μια πεντόζη (σάκχαρο με πέντε άτομα άνθρακα), από μία οργανική αζωτούχα βάση (Αδενίνη, Γουανίνη, Κυτοσίνη, Θυμίνη ή Ουρακίλη) και από ένα έως τρία μόρια φωσφορικού οξέος

 

Ριβόζη: Μονοσακχαρίτης δομημένος από πέντε άτομα άνθρακα, που αποτελεί δομικό συστατικό των ριβονουκλεοτιδίων

 

Δεσοξυριβόζη: Μονοσακχαρίτης δομημένος από πέντε άτομα άνθρακα, που αποτελεί δομικό συστατικό των δεσοξυριβονουκλεοτιδίων.

 

Αδενίνη (Α): Αζωτούχος βάση που ανήκει στην κατηγορία των πουρινών και συμμετέχει στην  δημιουργία των νουκλεοτιδίων και άλλων σημαντικών μορίων του κυττάρου

 

Γουανίνη (G): Αζωτούχος βάση που ανήκει στην κατηγορία των πουρινών και συμμετέχει στην  δημιουργία των νουκλεοτιδίων και άλλων σημαντικών μορίων του κυττάρου

 

Κυτοσίνη (C): Αζωτούχος βάση που ανήκει στην κατηγορία των πυριμιδινών και συμμετέχει στην  δημιουργία  νουκλεοτιδίων

 

Θυμίνη (Τ): Αζωτούχος βάση που ανήκει στην κατηγορία των πυριμιδινών και συμμετέχει στην  δημιουργία δεσοξυριβονουκλεοτιδίων.

 

Ουρακίλη (U): Αζωτούχος βάση που ανήκει στην κατηγορία των πυριμιδινών και συμμετέχει στην  δημιουργία ριβονουκλεοτιδίων.

 

Ριβονουκλεοτίδιο: Νουκλεοτίδιο που αποτελείται από το μονοσακχαρίτη ριβόζη, ένα έως τρία μόρια φωσφορικού οξέος και μία αζωτούχο βάση (αδενίνη, ουρακίλη, γουανίνη ή κυτοσίνη)

 

Δεσοξυριβονουκλεοτίδιο: Νουκλεοτίδιο που αποτελείται από δεσοξυριβόζη, ένα έως τρία μόρια φωσφορικού οξέος και μία αζωτούχο βάση (αδενίνη, θυμίνη, γουανίνη ή κυτοσίνη)

 

Ριβονουκλεϊκό οξύ (RNA):  Πολυμερές που αποτελείται από ριβονουκλεοτίδια. Εμφανίζεται σε τρεις μορφές κυρίως mRNA, tRNA, rRNA.

 

Δεσοξυριβονουκλεϊκό οξύ (DNA):Πολυμερές που αποτελείται από δεσοξυριβονου- κλεοτίδια. Αποτελεί το γενετικό υλικό και κατευθύνει την σύνθεση πρωτεϊνών στα κύτταρα.

 

Φωσφοδιεστερικός δεσμός: Ο ομοιοπολικός δεσμός που συνδέει τα νουκλεοτίδια μεταξύ τους.

 

Δεσμός υδρογόνου: Η ηλεκτροστατική έλξη που δημιουργείται ανάμεσα σε ένα άτομο υδρογόνου και ένα ηλεκτραρνητικό άτομο (οξυγόνο ή άζωτο ή φθόριο).

 

Αλληλουχία ή αριθμός βάσεων: Όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή του μήκους ενός νουκλεϊκού οξέος.

 

Υδρόφιλο μόριο (ή υδρόφιλη ομάδα): Μόριο (ή ομάδα στοιχείων ενός μορίου) που εμφανίζει πολικότητα και ως εκ τούτου είναι διαλυτή στο νερό.

 

Υδρόφοβο μόριο (ή υδρόφοβη ομάδα): ): Μόριο (ή ομάδα στοιχείων ενός μορίου) που δεν εμφανίζει πολικότητα και ως εκ τούτου είναι αδιάλυτη στο νερό.

 

Υδρόφοβος δεσμός: Οι δυνάμεις που αναγκάζουν υδρόφοβα μόρια ή ομάδες να πλησιάσουν μεταξύ τους όταν βρίσκονται σε υδατικό περιβάλλον.

 

Προκαρυωτικό κύτταρο: Κύτταρο χωρίς μεμβρανώδεις σχηματισμούς στο κυτταρόπλασμά του.

 

Ευκαρυωτικό κύτταρο: Κύτταρο με σχηματισμένο πυρήνα

 

Γονιδίωμα: Το σύνολο του γενετικού υλικού ενός κυττάρου. Συνήθως αναφέρεται στο γενετικό υλικό του πυρήνα.

 

Γονίδιο: Τμήμα του DNA με συγκεκριμένη αλληλουχία βάσεων στο οποίο περιέχονται οι πληροφορίες που καθορίζουν τη σύνθεση ενός πολυπεπτιδίου ή ενός μορίου RNA.

 

Απλοειδή: Τα κύτταρα στα οποία το γονιδίωμα υπάρχει σε ένα μόνο αντίγραφο.

 

Διπλοειδή: Τα κύτταρα στα οποία το γονιδίωμα υπάρχει σε δύο αντίγραφα.

 

In vitro: Έκφραση που χρησιμοποιείται για την περιγραφή βιολογικής διαδικασίας, όταν αυτή πραγματοποιείται μέσα σε ζωντανό οργανισμό

 

In vivo: Έκφραση που χρησιμοποιείται για την περιγραφή βιολογικής διαδικασίας, όταν αυτή πραγματοποιείται στο  δοκιμαστικό σωλήνα 

 

Πλασμίδιο: Μικρό κυκλικό δίκλωνο μόριο DNA, που φέρνει μικρό ποσοστό της γενετικής πληροφορίας σε μερικά βακτήρια.

 

Ιστόνες: Ομάδες πρωτεϊνών πλούσιες σε βασικά αμινοξέα  που αποτελούν συστατικό του νουκλεοσώματος και έχουν στηρικτικό ρόλο στο μόριο του DNA.

 

Μη-ιστόνες: Πρωτεΐνες που συμμετέχουν στην αναδίπλωση της χρωματίνης.

 

Νουκλεόσωμα: Είναι η βασική μονάδα οργάνωσης της χρωματίνης και αποτελείται από οκτώ μόρια πρωτεϊνών (ιστόνες) γύρω από τα οποία τυλίγε­ται DNA μήκους 146 ζευγών βάσεων.

 

Χρωματίνη: Νουκλεοπρωτεΐνη του πυρήνα που αποτελείται από DNA, RNA και πρωτεΐνες (ιστόνες), που στη κυτταροδιαίρεση συμπυκνώνεται σε χρωμοσώματα.

 

Αδελφές χρωματίδες: Συσπειρωμένα ινίδια χρωματίνης που αποτελούν το χρωμόσωμα, συνδέονται στο κεντρομερίδιο και φέρουν ταυτόσημες γενετικές πληροφορίες.

 

Κεντρομερίδιο: Σχηματισμός στο χρωμόσωμα, που συγκρατεί τις αδελφές χρωματίδες Στο κεντρόσωμα προσδένονται κατά την κυτταρική διαίρεση οι ί­νες της ατράκτου.

.

Χρωμοσώματα: Ευδιάκριτες δομές που εμφανίζονται στην κυτταροδιαίρεση και προέρχονται από την συμπύκνωση της χρωματίνης.

 

Ομόλογα χρωμοσώματα: Ζευγάρι χρωμοσωμάτων που έχουν το ίδιο σχήμα και μέγεθος και περιέχουν την ίδια σειρά γονιδίων που ελέγχουν την ίδια ι­διότητα με διαφορετικό ενδεχομένως τρόπο.

 

Αυτοσωμικά χρωμοσώματα: Τα χρωμοσώματα που είναι μορφολογικά ίδια στο αρσενικό και θηλυκό άτομο. Στον άνθρωπο υπάρχουν 22 ζεύγη αυτοσωμικών χρωμοσωμάτων.

 

Φυλετικά χρωμοσώματα: Ζευγάρι χρωμοσωμάτων που στους περισσότερους οργανισμούς συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου καθορίζουν το φύλο. Στον άνθρωπο η παρουσία του Υ χρωμοσώματος καθορίζει το αρσενικό άτομο, η απουσία του το θηλυκό. Στα θηλυκά άτομα έχουμε ΧΧ χρωμοσώματα ενώ στα αρσενικά ΧΥ.

 

Καρυότυπος: Απεικόνιση, κατά σειρά μεγέθους, των χρωμοσωμάτων ενός κυττάρου.